συγκράτησις

συγκράτησις
συγκρᾰτ-ησις, εως, ,
A retention, τοῦ σπέρματος,= σύλληψις, Sor.1.43;

τοῦ πνεύματος D.L.6.77

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγκράτησις — retention fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατήσει — συγκράτησις retention fem nom/voc/acc dual (attic epic) συγκρατήσεϊ , συγκράτησις retention fem dat sg (epic) συγκράτησις retention fem dat sg (attic ionic) συγκρατέω hold together aor subj act 3rd sg (epic) συγκρατέω hold together fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράτησιν — συγκράτησις retention fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράτηση — η / συγκράτησις, ήσεως, ΝΑ [συγκρατῶ] αναχαίτιση, παρεμπόδιση, ανακοπή πορείας ή λειτουργίας, σταμάτημα («δεν επιτεύχθηκε ακόμη η συγκράτηση τού πληθωρισμού») νεοελλ. 1. στήριξη, υποστήριξη, στερέωση 2. επιφυλακτική στάση, επιφύλαξη 3.… …   Dictionary of Greek

  • συγκρατήσεως — συγκρατήσεω̆ς , συγκράτησις retention fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”